- ἐμφρούρων
- ἔμφρουροςon guard at a postmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έμφρουρος — ἔμφρουρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ή τοποθετεί φρουρά για τη δική του προστασία («ἅτ ἐμφρούρων ὄντων Ἀθηναίων», Ξεν.) 2. αυτός που εκτελεί υπηρεσία φρουρού 3. αυτός που φρουρείται, φρουρούμενος, επιτηρούμενος 4. φυλακισμένος, σε περιορισμό … Dictionary of Greek